- λεβητοειδής
- -ές (Μ λεβητοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με λέβητα ή με λεκάνη κατά το σχήμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεβητοειδεῖ — λεβητοειδής like a kettle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λεβητοειδής like a kettle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητοειδές — λεβητοειδής like a kettle masc/fem voc sg λεβητοειδής like a kettle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλδέρα — Βλ. λ. καλντέρα. * * * η (ηφαιστειολ.) μεγάλη λεβητοειδής κοιλότητα, που σχηματίζεται από την εγκατακρήμνιση τού κεντρικού τμήματος ενός ηφαιστείου και η οποία προκαλείται συνήθως από ισχυρή έκρηξη και εκτίναξη στον αέρα μεγάλων ποσοτήτων… … Dictionary of Greek
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
λεβητώδης — λεβητώδης, ῶδες (Α) [λέβης] λεβητοειδής, όμοιος με λέβητα … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek